- επιφαύσκω
- ἐπιφαύσκω (Α)(για φωτεινή πηγή) λάμπω, ανατέλλω, φωτίζω (α. «εἰ σελήνη συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει», ΠΔβ. ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαύ-σκ-ω (< θεματικός αόρ. φάF-ε «φώτισε» με παρέκταση -σκ-)].
Dictionary of Greek. 2013.